- βοηθώ
- (-άω) (AM βοηθῶ, -έω, Α και βωθέω, ιων. τ.)1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση τουμσν.- νεοελλ.διευκολύνω, ωφελώνεοελλ.1. ευνοώ2. υποστηρίζωαρχ.φρ.1. «βοηθῶ ἐπί τινα» — σπεύδω εναντίον κάποιου2. «βοηθῶ πρός τι»α) εφαρμόζω κάτιβ) αποκρούω κάτι3. απρόσ. «βοηθεῑ πρός τι» — είναι ωφέλιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. βοηθόος > βοηθοέω > βοηθέω με υφαίρεση].
Dictionary of Greek. 2013.